- επορθιάζω
- ἐπορθιάζω (Α)1. ορθώνω, ειδ. τεντώνω τ’ αφτιά μου («τὰ ὦτα ἀνεγερθέντα καὶ ἐπορθιασθέντα», Φίλ.)2. υψώνω τη φωνή μου, σκούζω («ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν;», Αισχύλ.)3. θρηνώ δυνατά («ἐπορθίαζε νῡν γόοις», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορθιάζω «φωνάζω δυνατά» (< όρθιος < ορθός)].
Dictionary of Greek. 2013.